ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗΣ Αριθμός Απόφασης 149 /2007

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗΣ


ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 149 /2007

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Δημήτριο Τίτσια, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Σοφία Ροζάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23 Μαρτίου 2007 για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : Γεωργίου Παναγ. Δαφνιώτη κατοίκου Η.Π.Α, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Αθανασούλια.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Ηλία Κων. Κρικέλα, 2) Δημητρίου Κων. Κρικέλα, κατοίκων Σπάρτης, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο με τους πληρεξούσιους δικηγόρους Χρήστο Πλειώτα και Δημήτριο Πολυχρονάκο.

Ο ενάγων κατέθεσε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού την από 3-5-2006 και στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης απευθυνόμενη αγωγή του, η οποία καταχωρήθηκε στα σχετικά βιβλία με αύξοντα αριθμό 1831/ΤΜ 86/2006 και γράφτηκε στο σχετικό πινάκιο για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 10-11-2006, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής και κατά την εκφώνηση της από το πινάκιο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι είναι κύριος ενός οικοπέδου που βρίσκεται στη Σπάρτη εμβαδού 320,38 τ.μ.. Ότι μολονότι το ανωτέρω ακίνητο είχε σαφές και προσδιορισμένο όριο με το γειτονικό ακίνητο ιδιοκτησίας των εναγομένων, οι τελευταίοι το έτος 1984 κατά την ανέγερση οικοδομής προσάρτησαν στην ιδιοκτησία τους και τμήμα του ακινήτου του ενάγοντος εμβαδού 21,58 τ.μ. επεκτείνοντας και επ' αυτού την οικοδομή τους. Ότι μόλις το έτος 1989, όταν ήλθε στην Ελλάδα από το εξωτερικό, όπου κατοικεί μόνιμα, πληροφορήθηκε την ανωτέρω κατάληψη, άσκησε σε βάρος των εναγομένων τη με αριθμό 357/ΤΠ 77/10.4.1991 διεκδικητική αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, η οποία εν συνεχεία έγινε τελεσίδικα δεκτή με αριθμό 133/2005 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου. Ζητεί δε μετά το νόμιμο περιορισμό των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν: α) ποσό 18.827€ που αντιστοιχεί στην αξία των 13,502 τ.μ. διαμερίσματος και 0,90 τ.μ. αποθήκης που θα ελάμβανε επιπλέον σύμφωνα με τους όρους του εργολαβικού που συνήψε με τον εργολάβο, στον οποίο το έτος 1990 ανέθεσε την ανέγερση πολυκατοικίας επί του οικοπέδου του και το οποίο ποσό ζημιώθηκε, διότι η ανωτέρω εδαφική λωρίδα δεν συμπεριλήφθηκε τελικά στη σύμβαση της αντιπαροχής, β) ποσό 8.801,67 € που αντιστοιχεί στη ζημία που υπέστη από τη μη εκμίσθωση των ανωτέρω 13,502 τ.μ. διαμερίσματος και 0,90 τ.μ. αποθήκης κατά τα έτη 1994 έως 2006, γ) ποσό 42.287,77 € το οποίο ωφελήθηκαν οι εναγόμενοι κατά τα έτη 1984 έως 2006 και το οποίο αντιστοιχεί στη μισθωτική αξία των 21, 58 τ.μ. τόσο του διαμερίσματος όσο και του ισογείου της οικοδομής, την οποία κατά τα ανωτέρω οι εναγόμενοι επέκτειναν σε βάρος της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, δ) ποσό 20.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, (άρθρα 14 αρ. 2 και 22 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 επ., μόνο όμως όσον αφορά τις αδικοπρακτικές αξιώσεις (α, β, δ). Αντιθέτως είναι αόριστη όσον αφορά τη σωρευόμενη (γ) αξίωση διότι, μολονότι ο ενάγων εκθέτει ότι το αγαθό που στερήθηκε ο ίδιος και ωφελήθηκαν οι εναγόμενοι είναι τα 21,58 τ.μ. του οικοπέδου του (και δεν εκθέτει ότι είναι συγκύριος των οριζόντιων ιδιοκτησιών που ανήγειραν οι εναγόμενοι κατά ορισμένα τετραγωνικά μέτρα ή ποσοστό) και μολονότι η ιστορούμενη ωφέλεια των εναγομένων οφείλεται κατά ένα μόνο μέρος στην αξιοποίηση του περιουσιακού αγαθού του ενάγοντος (των 21, 58 τ.μ. καταληφθέντος οικοπέδου) ενώ κατά το άλλο μέρος οφείλεται σε συμβολή των ιδίων των πλουτησάντων - εναγομένων και δη στην ανέγερση με δικές τους δαπάνες οικοδομής, στην αγωγή διαλαμβάνεται η συνολική ωφέλεια των εναγομένων από την εκμετάλλευση της οικοδομής και δεν διαλαμβάνεται ο πλουτισμός των εναγομένων, ο οποίος ανάγεται συγκεκριμένα στις δυνατότητες που ενυπάρχουν στο περιουσιακό αγαθό των 21,58 τ.μ. εδάφους και ο οποίος μόνο πλουτισμός προέρχεται από την διαλαμβανόμενη στην αγωγή «περιουσία» του ενάγοντος (βλ. άρθρο 904 ΑΚ). Άλλωστε η ανωτέρω (γ) αξίωση απαραδέκτως σωρεύεται αντικειμενικά με τις προηγούμενες, διότι δεν είναι δυνατή η σωρευτική απόληψη τόσο της πλήρους αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη ο παθών από την αδικοπραξία (οι αξιώσεις α και β αντιπροσωπεύουν εν προκειμένω την πλήρη περιουσιακή ζημία του ενάγοντος) όσο και της ωφέλειας του αδικοπραγήσαντος, διότι τούτο θα ήγε σε πλουτισμό του παθόντος.

Από το συνδυασμό των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες της ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (ΟλΑΠ 24/2003 ΕλλΔνη 44 1262). Επομένως η αβεβαιότητα ως προς το ακριβές μέγεθος ή την πλήρη έκταση της ζημίας δεν αποκλείει την έναρξη της παραγραφής της καθόλου αξιώσεως, καθώς δεν απαιτείται για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής ο δικαιούχος να είναι σε θέση να προσδιορίσει κατά ποσό το ύψος και την έκταση της ζημίας (βλ. ΑΠ 374/2001 ΕλλΔνη 43 156, Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου άρθρο 937 αρ. 18, Κρητικό Ευθύνη από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα 1998 αρ. 1179). Περαιτέρω, καθ' όσον αφορά την προϋπόθεση της γνώσης του υπόχρεου, θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο, όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. ΑΠ 374/2001 ο.π. Γεωργιάδη ό.π. αρ. 26, Κρητικό ό.π. αρ. 1166, ο οποίος επισημαίνει ότι η γνώση είναι κάτι το λιγότερο από την πεποίθηση και κάτι περισσότερο από την υπόθεση). Οι εναγόμενοι προβάλουν ένσταση παραγραφής των επίδικων αδικοπρακτικων αξιώσεων, διότι από τον χρόνο που ο ενάγων έλαβε γνώση της ζημίας του και του υπόχρεου προς αποζημίωση (έτη 1989 - 1990) μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (12.5.2006) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών (937 ΑΚ). Από τα εκτιθέμενα από τους διαδίκους και τα προσκομιζόμενα από αυτούς έγγραφα, από την εκτίμηση της καταθέσεως του μάρτυρα που εξετάσθηκε ενόρκως κατά πρόταση των εναγομένων και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, καθώς και των υπ' αριθμόν 126/22.3.2007 και 127/23.3.2007 ενόρκων βεβαιώσεων των αναφερόμενων σε αυτές προσώπων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Σπάρτης, που προσκομίζουν μετ' επικλήσεως οι διάδικοι, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου τους, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων πληροφορήθηκε τη ζημία του (την απώλεια 13,502 τ.μ. διαμερίσματος και 0,90 τ.μ. αποθήκης) και τον υπόχρεο προς αποζημίωση το αργότερο το έτος 1990. Το έτος αυτό ο ενάγων έχοντας ήδη επιστρέψει στην Ελλάδα από το εξωτερικό και διαπιστώσει ότι οι εναγόμενοι κατά την ανέγερση οικοδομής προσάρτησαν στην ιδιοκτησία τους και τμήμα του ακινήτου του εμβαδού 21,58 τ.μ. επεκτείνοντας και επ' αυτού την οικοδομή τους, συνήψε σύμβαση αντιπαροχής με εργολάβο προσφέροντας όμως μικρότερο οικόπεδο κατά 21,58 τ.μ. και λαμβάνοντας λιγότερα μέτρα ως οικοπεδούχος (βλ. το με αριθμό 2873/1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σπάρτης Γεωργίας Αθανασούλια). Η ανωτέρω πολυκατοικία ολοκληρώθηκε το έτος 1994. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά μπορούσε να εγείρει αγωγή αποζημιώσεως εναντίον των εναγομένων, όπως (επί τη βάσει των ιδίων πραγματικών περιστατικών) άσκησε τη με αριθμό 357/ΤΠ 77/10.4.1991 διεκδικητική αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, η οποία εν συνεχεία έγινε τελεσίδικα δεκτή με τη αριθμό 133/2005 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου. Δεν ήταν δε αναγκαίο να αναμένει την τελεσιδικία της ανωτέρω διεκδικητικής αγωγής, διότι κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη η «γνώση του υπόχρεου» κατ' άρθρο 937 ΑΚ δεν έχει την έννοια της επικυρωμένης με δύναμη δεδικασμένου βεβαιότητας αλλά αρκεί ότι ο παθών βάσει των πραγματικών περιστατικών που του είναι γνωστά μπορεί να εγείρει αγωγή αποζημιώσεως εναντίον ορισμένου προσώπου, η οποία αγωγή εμφανίζεται ότι έχει ελπίδες επιτυχίας (εν προκειμένω μάλιστα ο ενάγων από την πρώτη στιγμή είχε την πεποίθηση ότι τελέστηκε σε βάρος του από τους εναγομένους η ιστορούμενη αδικοπραξία). Συνεπώς είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι γνώριζε μεν την επέλευση των επιζήμιων συνεπειών της παράνομης πράξης αλλά όχι το πρόσωπο του υπόχρεου προς αποζημίωση. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της, αφού πρώτα γίνει δεκτή η προβληθείσα από τους εναγομένους ένσταση παραγραφής. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο ενάγων στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 εδ. α και 191 §1 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 100§1 Κώδικα περί Δικηγόρων) κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στη Σπάρτη στις 30 Απριλίου 2007.