ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗΣ Αριθμός 214/2004

Αριθμός 214/2004


ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Δημήτριο Σκουτέρη - Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Βασιλική Ρουσάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23 Απριλίου 2004, προκειμένου να δικάσει την εξής υπόθεση:

Του ανακόπτοντος Κυριάκου Δημοσθένους Κακούρου, κατοίκου Μαγούλας Δήμου Μυστρά, ο οποίος παρουσιάσθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Πολυχρονάκο, ο οποίος νομιμοποίησε και το δικηγόρο Αθηνών Νικόλαο Τσουτσάνη.

Της καθ' ης η ανακοπή, ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρίας υπό την επωνυμία <ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ> ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΌ ΤΙΤΛΟ [ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ] ,η οποία εξομοιούται κατά τη διάταξη του άρθρου 75 του κ.ν. 2190/1920 λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, με καθολική διάδοχο της ΙΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε και έχει έδρα την Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια της δικηγόρο Αναστασία Λαδοπούλου.

Ο ανακόπτων κατέθεσε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού την από 15-9-2003 και στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης απευθυνόμενη ανακοπή του, η οποία καταχωρήθηκε στα σχετικά βιβλία με αύξοντα αριθμό 1511/ΤΜ 127/2003 και γράφτηκε στο σχετικό πινάκιο, για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 28-11-2003 και μετά από αναβολή στη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους, τις οποίες ανέπτυξαν και προφορικά.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ



Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 933 παρ. 1 και 934 παρ. 1 β’ και 2 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι επί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου προς ικανοποίηση χρη­ματικών απαιτήσεων, η ακυρότητα της κατασχετήριας έκθεσης, μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 934 παρ. 1 β', δηλαδή μέχρι την έ­ναρξη της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, που είναι στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Αν δεν ασκήθηκε ανακοπή εντός της άνω προθε­σμίας, οι ακυρότητες της εκθέσεως κατασχέσεως, δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή, ως λόγος ελαττωματικότητας του γενόμενου πλειστηριασμού. (Α.Π. 162/2000). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 Α.Κ., 116 και 933 Κ.Πολ.Δ., 20 και 25 παρ.3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο αποτελεί και η δι' αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαιτήσεως του δανει­στού, ώστε λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. μπορεί να αποτελέσει και η πρόδη­λη αντίθεση της διενέργειας της αναγκαστικής εκτελέσεως προς το άρθρο 281 του Α.Κ., που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Ο λόγος αυτός ανακοπής, δεν ανάγε­ται στην απαίτηση, υπέρ της οποίας γίνεται η εκτέλεση, ώστε η άσκηση του να υπάγεται στην ανωτέρω προθεσμία, περί της οποίας το άρθρο 934 παρ.1 β' και 2 του Κ.Πολ.Δ., αλλά, ως αναφερόμενος στο - διάφορο - ως άνω ουσιαστικό δικαίωμα προς επιχείρηση αναγκαστικής εκτελέσεως, υπόκειται στην εκάστοτε τασσόμενη προθεσμία για την προσβολή της συγκεκρι­μένης πράξεως της εκτελέσεως, η διενέργεια της οποίας προσβάλλεται ως καταχρηστική με βάση τα προβαλλόμενα, σε σχέση με αυτήν, πραγματικά περιστατικά. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 Α.Κ., 116, 933 Κ.Πολ.Δ. και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγε­ται ότι λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της επισπευδομένης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στην καλή πίστη ή στα χρη­στά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτελέ­σεως (ΑΠ 502/1997, Ελ.Δνη 39.103, ΑΠ 347/1996, Ελ.Δνη 38.84, Ολ.ΑΠ. 1/1997, Ελ.Δνη 38.534, ΑΠ 152/1994, Δίκαιο 1995). Περαιτέρω, η αντίθεση της από μέρους του δανειστού επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αποτελεί ουσιαστικό ελάττωμα του εκτελεστού τίτλου, το οποίο είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ακύρωση αυτού (βλ. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεσις Εκδ. Β παρ. 644 σελ. 2112, 2114 επ., παρ. 169 σελ. 466, ΑΠ 457/1975 Αρχ. Ν. ΚΙ 29, ΕφΘεσ 74/1990 Ελλ.Δνη 31.1305, Εφ.Αθ. 4032/1985 Ελλ.Δνη 26.946). Ειδικότερα, όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα (Τράπεζες κ.λ.π.), αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά αυτών υπάρχει όταν: α) το πιστωτικό ίδρυμα, εκμεταλ­λευόμενο τη μονοπωλιακή ή εξουσιαστική του θέση απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο του προβαίνει, ιδιαίτερα σε κρίσιμη οικονομικά εποχή, σε μέτρα απηνούς διώξεως τούτου, αντί να παράσχει σ' αυτόν τις συνηθισμένες στις τραπεζικές συναλλαγές, οικονομικές διευκολύν­σεις, β) το πιστωτικό ίδρυμα δεν τηρεί απέναντι σε όλους τους δανειολήπτες του την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αρνούμενο στους μεν οιαδήποτε διευκόλυνση και προσφέροντας στους δε μεγάλης εκτάσεως οικονομικές διευκολύνσεις ή την αρχή της αναλογικότητας, παίρνοντας σκληρά μέτρα για τους μεν και ευνοϊκά για τους δε, ή λαμβάνοντας εις βάρος του ενός μέτρα που ξεπερνούσαν τα αναγκαία μέσα για την ικανοποίηση των νομίμων συμφερόντων του (Εφ.Αθ. 5025/1990, Ελλ.Δνη 33.1993, Απ. Γεωργιάδη, Γνωμοδότηση Ή κατ' άρθρο 919 ευθύνη της Τράπεζας απέναντι στους πελάτες της" και Ρούσσου Γνωμοδότηση "Χρηστά ήθη και σύμβαση χρηματοδοτικού δανείου" Ελλ.Δνη 33, 55 και 63 αντίστοιχα, Εφ.Αθ 770/91 Ε.Εμπ.Δ. 1992.45).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τα δικόγραφα της κρινομένης ανακοπής και των επ' αυτής προσθέτων λόγων, ο ανακόπτων επιδιώκει για τους λόγους που αναφέρονται ειδικότε­ρα σε αυτά: α) την ακύρωση της υπό αυξ. αριθμ. 16/2003 Διαταγής Πληρωμής του Μονομε­λούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, β) την ακύρωση της από 10/04/2003 επιταγής προς πληρωμή, η οποία έχει συνταχθεί κάτω από αντίγραφο εκτελεστού πρώτου απογράφου της ανωτέρω δια­ταγής πληρωμής και γ) την ακύρωση της υπό αυξ. αριθμ. 185/2003 Εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ενυπόθηκου ακινήτου, της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Σπάρτης, Ελένης Βλαχοπούλου, κατόπιν επισπεύσεως της καθής η παρούσα.

Υπό το ως άνω περιεχόμενο, τα δικόγραφα της κρινόμενης ανακοπής και των προσθέ­των αυτής λόγων, αρμοδίως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 933, 934 Κ.Πολ.Δ.) και είναι νόμιμα, θεμελιούμενα στις διατάξεις του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. Πρέ­πει επομένως να γίνουν δεκτά κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων τους. Από την ανωμοτί εξέταση του ανακόπτοντος, την ένορκη εξέταση της μάρτυρος ανταπόδειξης , τις υπό αύξ. αριθμούς 23.215, 23.216 και 23.218, από 22/04/2004, νομοτύπως συνταχθείσες ένορκες βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου Σπάρτης Στέλλας Γκίνη - Σπύρου, τα μετ' επικλήσεως προσκομισθέντα έγγραφα, τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων, και την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: η δι' απορροφήσεως συγχωνευθείσα στην καθής η ανακοπή τράπεζα, «Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος» και ειδικότερα το κατάστημα αυτής στην Σπάρτη, με την υπ' αριθμ. 780/30-12-1996 σύμβαση δανείου ποσού 3.000.000 δρχ. (ήτοι 8.804,10 ευρώ) δι' αλληλοχρέου λογαριασμού, χορήγησε πίστωση μέχρι του ανωτέρω χρηματικού ποσού στον Κων/νο Σταυρόπουλο του Παναγιώτη, ως πισ/τούχο, υπό την εγγύηση του ανακόπτοντος, ευθυνόμενου του τελευταίου εις ολόκληρον μαζί με τον πιστούχο, ως πρωτοφειλέτης, με τόκο 22% ετησίως και κατόπιν, με το καθοριζόμενο μονομερώς από την τράπεζα ποσοστό, πλέον ειδικών εισφορών. Δια της από 06/05/1999 εξωδίκου καταγγελίας της, η καθής γνωστοποίησε στον ανακόπτοντα το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της σύμβασης, με κατάλοιπο την 06/05/1999 2.933.996 δρχ. (ήτοι 8.610,41 ευρώ). Στη συνέχεια, και μετά από πραγματοποίηση από τον πρωτοφειλέτη μερικών μικρών καταβολών, έναντι της συνολικής ως άνω οφειλής, προχώρησε σε αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη ποσού 6.147,77 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας επί καθυστερούμενων τόκων και λοιπών εξόδων και κοινοποίησε στον ανακόπτοντα ως εγγυητή, την υπό αυξ. αριθμ. 185/29-07-2003 κατασχετήρια επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάσσετο αυτός να της καταβάλει το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, συγχρόνως δε προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση ενός ακινήτου του, ήτοι μιας διώροφης οικίας μετά των συστατικών και των παραρτημάτων της, κειμένης εντός του εγκεκριμέ­νου σχεδίου πόλεως της πόλης της Σπάρτης, της περιφέρειας του δήμου Σπαρτιατών και ειδι­κότερα επί της οδού Κων/νου Παλαιολόγου, υπό τον αριθμό 14, κτισμένης επί οικοπέδου συνολικής εκτάσεως 124,88 τ.μ., όπως ακριβώς εμφαίνεται στο από Ιουλίου 1987 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Γεωργίου Τόμπρου που είναι συνημμένο στην υπ' αυξ. αριθμ. 27.885/1988 συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Σπάρτης Παναγιώτη Κάκκαρη, η οποία (οικία) συνορεύει γύρωθεν όπως ειδικότερα περιγράφεται στην ως άνω συμβολαιογραφική πράξη και αποτελείται από ένα ισόγειο διαμέρισμα (κατάστημα), ένα διαμέρισμα στον πρώτο και δυο διαμερίσματα στον δεύτερο όροφο. Η αξία του ως άνω αναγκαστικώς κατασχεθέντος ακινήτου εκτιμήθηκε από την κατασχέσασα αυτό, επί της εκτελέσεως δικαστική επιμελήτρια, αντί του ποσού των διακοσίων δέκα χιλιάδων (210.000) ευρώ, όση και η αντικειμενική του αξία, η δε πραγματική αγοραία αξία του, κατά το χρόνο επιβολής της κατασχέσεως αποδείχθηκε ότι ανήρχετο άνω των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων είχε στην κυριότητα του κατά το χρόνο επιβολής της ανωτέρω κατασχέσεως, τα κάτωθι, κείμενα εντός της κτηματικής περιφέρειας πρώην Κοινότητας Πετρίνας, Ν. Λακωνίας, ακίνητα: 1) ένα ξηρικό αγρό με ελαιόδενδρα και παλιά αγροικία, στην Θέση «Νεραντζιά», αποτελούμενο από πέντε (5) τεμάχια, από τα οποία τρία (3) έχουν την ειδικότερη ονομασία «Παπαδάκου» και «Καρμπέρι», συνολικής εκτάσεως επτά (7) περίπου στρεμμάτων, αξίας 20.000 ευρώ, 2) ένα ξηρικό αγρό με νεόφυτα ελαιόδενδρα, δυσκολοκαλλιέργητο, στη θέση «Στραβόρεμα», εκτάσεως επτά (7) περίπου στρεμμάτων, αξίας 20.000 περίπου ευρώ, 3) ένα ξηρικό αγρό με νεόφυτα ελαιόδενδρα, στη θέση «Χριστοφόρη», εκτάσεως δύο (2) περίπου στρεμμάτων, αξίας 13.000 ευρώ. Επιπλέον, κατά τον ίδιο χρό­νο είχε στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του προς ιδιωτική του χρήση, τα κά­τωθι αυτοκίνητα: 1) καταλυτικό, αμόλυβδης βενζίνης, ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνη­το, μάρκας Νισσάν μοντέλο Αλμέρα (Nissan Almera), 1.600 κυβικών εκατοστών, πρώτης κυκλοφορίας στις 25/07/1996, αγοραίας αξίας κατά το χρόνο εκείνο 13.000 ευρώ, 2) καταλυ­τικό, αμόλυβδης βενζίνης, ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο, μάρκας Νισσάν μοντέλο Μίκρα (nissan micra), 1.249 κυβικών εκατοστών, πρώτης κυκλοφορίας στις 10/02/2003, αγοραίας αξίας κατά το χρόνο εκείνο 9.500 ευρώ και 3) καταλυτικό, αμόλυβδης βενζίνης, ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο, μάρκας Νισσάν μοντέλο Μίκρα (Nissan Micra), 1.249 κυβικών εκατοστών, πρώτης κυκλοφορίας στις 14/02/2003, αγοραίας αξίας κατά το χρόνο εκείνο 9.500 ευρώ. Περαιτέρω, η καθής γνώριζε την ύπαρξη όλων των ανωτέρω περι­ουσιακών στοιχείων του ανακόπτοντος, καθόσον όπως αποδείχθηκε, είχε συνάψει μαζί του, σε προγενέστερο της ενάρξεως της ως άνω διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης χρόνο, σύμ­βαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, για το άνοιγμα του οποίου του είχε ζητήσει, ε­ντός των πλαισίων συλλογής εκ μέρους της στοιχείων για την πιστοληπτική ικανότητα του, να της προσκομίσει φωτοτυπία όλων των συμβολαίων των ακινήτων της κυριότητας του, ό­περ και αυτός είχε πράξει, γνωστοποιώντας και αποδεικνύοντας της, ότι είχε στην κυριότητα του να ανωτέρω περιγραφέντα ακίνητα. Επίσης, εντός των πλαισίων των υποχρεώσεων του ανακόπτοντος από την παραπάνω σύμβαση και για όσο διάστημα λειτουργούσε ο ως άνω λογαριασμός του, συγκαταλεγόταν η προσκομιδή ετησίως στην καθής, της ετήσιας φορολογικής του δήλωσης και του υποβαλλομένου στην Εφορία εντύπου περί των ακινήτων τα οποία έχει στην κυριότητα του. Κατά συνέπεια, η τελευταία, χωρίς να υποβληθεί σε κανένα έξοδο το οποίο ενδεχομένως θα επιβάρυνε την συνολική οικονομική υποχρέωση του καθού η εκτέλεση οφειλέτη της - ανακόπτοντος, μπορούσε πολύ εύκολα να πληροφορηθεί την οικονομική κατάσταση του και να επιβάλλει κατάσχεση σε ακίνητο ιδιοκτησίας του, αντίστοιχης ή ανάλογης προς την απαίτηση της αξίας. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η καθής η ανακοπή, μολονότι γνώριζε την ύπαρξη των ως άνω περιουσιακών στοιχείων του ανακόπτοντος και ότι με την αναγκαστική κατάσχεση του συγκεκριμένου ακινήτου, θα του προξενούσε αυξημένη ζημία
και βλάβη, επιδεικνύοντας ακραία αντισυμβατική συμπεριφορά και παραβαίνοντας καθ' ολο­κληρία τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών στις συναλλαγές καθώς και του καθήκοντος αληθείας, αδιαφόρησε για τα αποτελέσματα της ενέργειας της αυτής και προέβη στην κατάσχεση του. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αρχή της παρούσας, η ήδη επισπευδόμενη εκ' μέρους της καθής, εις βάρος του ανακόπτοντος αναγκαστική εκτέλεση, φέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της καταχρήσεως δικαιώματος εκ της διατάξεως του άρθρου 281 Α.Κ., ως υπερβαίνουσα προφανώς τα εις τη διάταξη αυτή κα­θοριζόμενα όρια, καθόσον για την εξόφληση της οφειλής του ανακόπτοντος, δεν εφαρμόζεται
από την καθής η διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ., η οποία ορίζει τον τρόπο εκπλήρωσης της παροχής, σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, ήτοι κατ' εφαρμογή και τήρησης και της αρχής της αναλογικότητας του επιβαλλόμενου μέτρου προς το μέγεθος της απαιτήσεως της οποίας διώκεται η ικανοποίηση. Περαιτέρω, γενομένου δεκτού του ανωτέρω λόγου, ως και ουσία βάσιμου, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων ανακοπής, ως και των προσθέτων αυτής λόγων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή ως ουσία βάσιμη, να ακυρωθεί η υπό αύξ. αριθμ. 185/2003 Έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου, της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Σπάρτης, Ελένης Βλαχοπούλου και να διαταχθεί κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ., η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερα τους, πριν την διενέργεια της ως άνω άκυρης πρά­ξης, κατάσταση. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων, πρέπει να συμψηφισθεί, κατά
συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 178 και 179 του Κ.Πολ.Δ., λόγω εύλογης αμφιβολίας του δικαστηρίου, ως προς την έκβαση της δίκης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την ανακοπή και τους προσθέτους αυτής λόγους.

Ακυρώνει την υπ' αύξ. αριθμ. 185/2003 Έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως ακινή­του, της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Σπάρτης, Ελένης Βλαχοπούλου.

Διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προγενέστερη της ακυρωθείσης Εκ­θέσεως κατάσταση.

Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο α­κροατήριο του στην Σπάρτη, στις31/8/2004, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.